- Ἡρακλεῶν
- Ἡράκλεαfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἡρακλέων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρακλεωνίται — ἡρακλεωνῑται, οι (Α) [Ηρακλέων] οπαδοί τού αιρετικού Ηρακλέωνος … Dictionary of Greek
ταυληρόντα — και ταυληρόνια, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάντα, Ἡρακλέων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχετίζεται πιθ. με τον τ. εὔληρα / αὔληρα] … Dictionary of Greek
Κυρρηστική — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βόρειας Συρίας, που περιλάμβανε την περιοχή μεταξύ Αμανού και Ευφράτη και επεκτεινόταν στον νότο έως τη Χαλκιδική, όπως ονομαζόταν η Συρία κατά την αρχαιότητα. Ο Αντίγονος ή ο Σέλευκος ίδρυσε στην Κ. ιερό της… … Dictionary of Greek
Λάχαρης — (5ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους αξιόλογους Έλληνες ρήτορες. Στο λεξικό της Σούδας αναφέρονται διάφορα έργα του, από τα οποία το πιο αξιόλογο τιτλοφορείται Περί κώλου και κόμματος και… … Dictionary of Greek
Ἡρακλέους — Ἡρακλέης like Heracles masc gen sg (attic epic doric ionic) Ἡρακλέων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)